Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσσυνείρω
προσσυνεργέω
προσσυνθερμαίνω
προσσυνίημι
προσσυνίστημι
προσσυνοικέω
προσσυνοικίζω
προσσυντελέω
προσσυντίθεμαι
προσσυρίζω
προσσύρω
προσσφάζω
προσσφίγγω
προσσφραγίζω
προσσχεδιάζω
προσσχητέον
προσσώρευσις
προσσωρεύω
πρόσταγμα
προστακτέον
προστακτέος
View word page
προσσύρω
drag on

ShortDef

drag on

Debugging

Headword:
προσσύρω
Headword (normalized):
προσσύρω
Headword (normalized/stripped):
προσσυρω
IDX:
76233
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76234
Key:

Data

{'content': 'drag on'}