Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσσυνάπτω
προσσυνείρω
προσσυνεργέω
προσσυνθερμαίνω
προσσυνίημι
προσσυνίστημι
προσσυνοικέω
προσσυνοικίζω
προσσυντελέω
προσσυντίθεμαι
προσσυρίζω
προσσύρω
προσσφάζω
προσσφίγγω
προσσφραγίζω
προσσχεδιάζω
προσσχητέον
προσσώρευσις
προσσωρεύω
πρόσταγμα
προστακτέον
View word page
προσσυρίζω
give a signal to

ShortDef

give a signal to

Debugging

Headword:
προσσυρίζω
Headword (normalized):
προσσυρίζω
Headword (normalized/stripped):
προσσυριζω
IDX:
76232
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76233
Key:

Data

{'content': 'give a signal to'}