Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσσυνάγω
προσσυναποβάλλω
προσσυνάπτω
προσσυνείρω
προσσυνεργέω
προσσυνθερμαίνω
προσσυνίημι
προσσυνίστημι
προσσυνοικέω
προσσυνοικίζω
προσσυντελέω
προσσυντίθεμαι
προσσυρίζω
προσσύρω
προσσφάζω
προσσφίγγω
προσσφραγίζω
προσσχεδιάζω
προσσχητέον
προσσώρευσις
προσσωρεύω
View word page
προσσυντελέω
finish in addition

ShortDef

finish in addition

Debugging

Headword:
προσσυντελέω
Headword (normalized):
προσσυντελέω
Headword (normalized/stripped):
προσσυντελεω
IDX:
76230
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76231
Key:

Data

{'content': 'finish in addition'}