Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσσυμπλέκω
προσσυνάγω
προσσυναποβάλλω
προσσυνάπτω
προσσυνείρω
προσσυνεργέω
προσσυνθερμαίνω
προσσυνίημι
προσσυνίστημι
προσσυνοικέω
προσσυνοικίζω
προσσυντελέω
προσσυντίθεμαι
προσσυρίζω
προσσύρω
προσσφάζω
προσσφίγγω
προσσφραγίζω
προσσχεδιάζω
προσσχητέον
προσσώρευσις
View word page
προσσυνοικίζω
give

ShortDef

give

Debugging

Headword:
προσσυνοικίζω
Headword (normalized):
προσσυνοικίζω
Headword (normalized/stripped):
προσσυνοικιζω
IDX:
76229
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76230
Key:

Data

{'content': 'give'}