Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσσυμβάλλομαι
προσσυμπλέκω
προσσυνάγω
προσσυναποβάλλω
προσσυνάπτω
προσσυνείρω
προσσυνεργέω
προσσυνθερμαίνω
προσσυνίημι
προσσυνίστημι
προσσυνοικέω
προσσυνοικίζω
προσσυντελέω
προσσυντίθεμαι
προσσυρίζω
προσσύρω
προσσφάζω
προσσφίγγω
προσσφραγίζω
προσσχεδιάζω
προσσχητέον
View word page
προσσυνοικέω
to settle with

ShortDef

to settle with

Debugging

Headword:
προσσυνοικέω
Headword (normalized):
προσσυνοικέω
Headword (normalized/stripped):
προσσυνοικεω
IDX:
76228
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76229
Key:

Data

{'content': 'to settle with'}