Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσσυγχωρέω
προσσυκοφαντέω
προσσυλάω
προσσυλλαμβάνω
προσσυμβάλλομαι
προσσυμπλέκω
προσσυνάγω
προσσυναποβάλλω
προσσυνάπτω
προσσυνείρω
προσσυνεργέω
προσσυνθερμαίνω
προσσυνίημι
προσσυνίστημι
προσσυνοικέω
προσσυνοικίζω
προσσυντελέω
προσσυντίθεμαι
προσσυρίζω
προσσύρω
προσσφάζω
View word page
προσσυνεργέω
work with as well

ShortDef

work with as well

Debugging

Headword:
προσσυνεργέω
Headword (normalized):
προσσυνεργέω
Headword (normalized/stripped):
προσσυνεργεω
IDX:
76224
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76225
Key:

Data

{'content': 'work with as well'}