Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνθογραφέω
ἀνθοδίαιτος
ἀνθοδόκος
ἀνθοκάρηνος
ἀνθοκομέω
ἀνθοκόμος
ἀνθοκρατέω
ἀνθόκροκος
ἀνθολκή
ἀνθολογέω
ἀνθολογία
ἀνθολογικά
ἀνθολόγιον
ἀνθολόγος
ἀνθομιλέω
ἀνθόμοιος
ἀνθομοιόω
ἀνθομολογέομαι
ἀνθομολόγησις
ἀνθονομέω
ἀνθονόμος
View word page
ἀνθολογία
a flower-gathering

ShortDef

a flower-gathering

Debugging

Headword:
ἀνθολογία
Headword (normalized):
ἀνθολογία
Headword (normalized/stripped):
ανθολογια
IDX:
7621
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7622
Key:

Data

{'content': 'a flower-gathering'}