Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσστέλλω
προσστερνίζομαι
προσστοχάζομαι
προσστρατοπεδεύω
προσστρώννυμι
προσσυγχρίω
προσσυγχωρέω
προσσυκοφαντέω
προσσυλάω
προσσυλλαμβάνω
προσσυμβάλλομαι
προσσυμπλέκω
προσσυνάγω
προσσυναποβάλλω
προσσυνάπτω
προσσυνείρω
προσσυνεργέω
προσσυνθερμαίνω
προσσυνίημι
προσσυνίστημι
προσσυνοικέω
View word page
προσσυμβάλλομαι
to contribute to besides

ShortDef

to contribute to besides

Debugging

Headword:
προσσυμβάλλομαι
Headword (normalized):
προσσυμβάλλομαι
Headword (normalized/stripped):
προσσυμβαλλομαι
IDX:
76218
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76219
Key:

Data

{'content': 'to contribute to besides'}