Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσστάζω
πρόσσταλσις
προσσταλτικός
προσστασιάζω
πρόσστασις
προσσταυρόω
προσστείχω
προσστέλλω
προσστερνίζομαι
προσστοχάζομαι
προσστρατοπεδεύω
προσστρώννυμι
προσσυγχρίω
προσσυγχωρέω
προσσυκοφαντέω
προσσυλάω
προσσυλλαμβάνω
προσσυμβάλλομαι
προσσυμπλέκω
προσσυνάγω
προσσυναποβάλλω
View word page
προσστρατοπεδεύω
to encamp near

ShortDef

to encamp near

Debugging

Headword:
προσστρατοπεδεύω
Headword (normalized):
προσστρατοπεδεύω
Headword (normalized/stripped):
προσστρατοπεδευω
IDX:
76211
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76212
Key:

Data

{'content': 'to encamp near'}