Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσσπένδω
προσσπεύδω
προσσπουδάζω
προσστάζω
πρόσσταλσις
προσσταλτικός
προσστασιάζω
πρόσστασις
προσσταυρόω
προσστείχω
προσστέλλω
προσστερνίζομαι
προσστοχάζομαι
προσστρατοπεδεύω
προσστρώννυμι
προσσυγχρίω
προσσυγχωρέω
προσσυκοφαντέω
προσσυλάω
προσσυλλαμβάνω
προσσυμβάλλομαι
View word page
προσστέλλω
to lay upon
ShortDef
to lay upon
Debugging
Headword:
προσστέλλω
Headword (normalized):
προσστέλλω
Headword (normalized/stripped):
προσστελλω
IDX:
76208
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76209
Key:
Data
{'content': 'to lay upon'}