Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσσπάομαι
προσσπένδω
προσσπεύδω
προσσπουδάζω
προσστάζω
πρόσσταλσις
προσσταλτικός
προσστασιάζω
πρόσστασις
προσσταυρόω
προσστείχω
προσστέλλω
προσστερνίζομαι
προσστοχάζομαι
προσστρατοπεδεύω
προσστρώννυμι
προσσυγχρίω
προσσυγχωρέω
προσσυκοφαντέω
προσσυλάω
προσσυλλαμβάνω
View word page
προσστείχω
to go

ShortDef

to go

Debugging

Headword:
προσστείχω
Headword (normalized):
προσστείχω
Headword (normalized/stripped):
προσστειχω
IDX:
76207
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76208
Key:

Data

{'content': 'to go'}