Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσσκοπέω
προσσκώπτω
προσσπαίρω
προσσπάομαι
προσσπένδω
προσσπεύδω
προσσπουδάζω
προσστάζω
πρόσσταλσις
προσσταλτικός
προσστασιάζω
πρόσστασις
προσσταυρόω
προσστείχω
προσστέλλω
προσστερνίζομαι
προσστοχάζομαι
προσστρατοπεδεύω
προσστρώννυμι
προσσυγχρίω
προσσυγχωρέω
View word page
προσστασιάζω
stir up to sedition

ShortDef

stir up to sedition

Debugging

Headword:
προσστασιάζω
Headword (normalized):
προσστασιάζω
Headword (normalized/stripped):
προσστασιαζω
IDX:
76204
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76205
Key:

Data

{'content': 'stir up to sedition'}