Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσσκηνέω
προσσκοπέω
προσσκώπτω
προσσπαίρω
προσσπάομαι
προσσπένδω
προσσπεύδω
προσσπουδάζω
προσστάζω
πρόσσταλσις
προσσταλτικός
προσστασιάζω
πρόσστασις
προσσταυρόω
προσστείχω
προσστέλλω
προσστερνίζομαι
προσστοχάζομαι
προσστρατοπεδεύω
προσστρώννυμι
προσσυγχρίω
View word page
προσσταλτικός
reducing

ShortDef

reducing

Debugging

Headword:
προσσταλτικός
Headword (normalized):
προσσταλτικός
Headword (normalized/stripped):
προσσταλτικος
IDX:
76203
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76204
Key:

Data

{'content': 'reducing'}