Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσσκαλεύω
προσσκάπτω
προσσκέλλω
προσσκηνέω
προσσκοπέω
προσσκώπτω
προσσπαίρω
προσσπάομαι
προσσπένδω
προσσπεύδω
προσσπουδάζω
προσστάζω
πρόσσταλσις
προσσταλτικός
προσστασιάζω
πρόσστασις
προσσταυρόω
προσστείχω
προσστέλλω
προσστερνίζομαι
προσστοχάζομαι
View word page
προσσπουδάζω
to be deeply engaged in

ShortDef

to be deeply engaged in

Debugging

Headword:
προσσπουδάζω
Headword (normalized):
προσσπουδάζω
Headword (normalized/stripped):
προσσπουδαζω
IDX:
76200
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76201
Key:

Data

{'content': 'to be deeply engaged in'}