Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνθόβολος
ἀνθοβοσκός
ἀνθογραφέω
ἀνθοδίαιτος
ἀνθοδόκος
ἀνθοκάρηνος
ἀνθοκομέω
ἀνθοκόμος
ἀνθοκρατέω
ἀνθόκροκος
ἀνθολκή
ἀνθολογέω
ἀνθολογία
ἀνθολογικά
ἀνθολόγιον
ἀνθολόγος
ἀνθομιλέω
ἀνθόμοιος
ἀνθομοιόω
ἀνθομολογέομαι
ἀνθομολόγησις
View word page
ἀνθολκή
a pulling in the contrary direction, resistance

ShortDef

a pulling in the contrary direction, resistance

Debugging

Headword:
ἀνθολκή
Headword (normalized):
ἀνθολκή
Headword (normalized/stripped):
ανθολκη
IDX:
7619
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7620
Key:

Data

{'content': 'a pulling in the contrary direction, resistance'}