Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγριοποιέω
ἀγριοποιός
ἀγριόπρασον
ἀγριορίγανος
ἀγριόρροδον
ἄγριος
ἀγριοσίκυον
ἀγριοσταφίδες
ἀγριοσταφυλίτης
ἀγριότης
ἀγριόφαγρος
ἀγριοφανής
ἀγριόφυτα
ἀγριόφωνος
ἀγριόχοιρος
ἀγριοψωρία
ἀγριόω
Ἀγρίππας
Ἀγριππιασταί
ἄγριππος
ἀγρίς
View word page
ἀγριόφαγρος
wild

ShortDef

wild

Debugging

Headword:
ἀγριόφαγρος
Headword (normalized):
ἀγριόφαγρος
Headword (normalized/stripped):
αγριοφαγρος
IDX:
761
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-762
Key:

Data

{'content': 'wild'}