Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσσαίρω
προσσέβω
προσσεύω
προσσημαίνω
προσσημειόω
προσσιελίζω
προσσιτέω
προσσκαλεύω
προσσκάπτω
προσσκέλλω
προσσκηνέω
προσσκοπέω
προσσκώπτω
προσσπαίρω
προσσπάομαι
προσσπένδω
προσσπεύδω
προσσπουδάζω
προσστάζω
πρόσσταλσις
προσσταλτικός
View word page
προσσκηνέω
to be adjacent
ShortDef
to be adjacent
Debugging
Headword:
προσσκηνέω
Headword (normalized):
προσσκηνέω
Headword (normalized/stripped):
προσσκηνεω
IDX:
76193
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76194
Key:
Data
{'content': 'to be adjacent'}