Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνθοβόλησις
ἀνθόβολος
ἀνθοβοσκός
ἀνθογραφέω
ἀνθοδίαιτος
ἀνθοδόκος
ἀνθοκάρηνος
ἀνθοκομέω
ἀνθοκόμος
ἀνθοκρατέω
ἀνθόκροκος
ἀνθολκή
ἀνθολογέω
ἀνθολογία
ἀνθολογικά
ἀνθολόγιον
ἀνθολόγος
ἀνθομιλέω
ἀνθόμοιος
ἀνθομοιόω
ἀνθομολογέομαι
View word page
ἀνθόκροκος
worked with flowers

ShortDef

worked with flowers

Debugging

Headword:
ἀνθόκροκος
Headword (normalized):
ἀνθόκροκος
Headword (normalized/stripped):
ανθοκροκος
IDX:
7618
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7619
Key:

Data

{'content': 'worked with flowers'}