Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσριζόφυλλος
προσριζόω
προσρίπτω
προσρυθμίζω
προσσαίνω
προσσαίρω
προσσέβω
προσσεύω
προσσημαίνω
προσσημειόω
προσσιελίζω
προσσιτέω
προσσκαλεύω
προσσκάπτω
προσσκέλλω
προσσκηνέω
προσσκοπέω
προσσκώπτω
προσσπαίρω
προσσπάομαι
προσσπένδω
View word page
προσσιελίζω
spit upon
ShortDef
spit upon
Debugging
Headword:
προσσιελίζω
Headword (normalized):
προσσιελίζω
Headword (normalized/stripped):
προσσιελιζω
IDX:
76188
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76189
Key:
Data
{'content': 'spit upon'}