Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσρητός
προσριγόω
πρόσριζος
προσριζόφυλλος
προσριζόω
προσρίπτω
προσρυθμίζω
προσσαίνω
προσσαίρω
προσσέβω
προσσεύω
προσσημαίνω
προσσημειόω
προσσιελίζω
προσσιτέω
προσσκαλεύω
προσσκάπτω
προσσκέλλω
προσσκηνέω
προσσκοπέω
προσσκώπτω
View word page
προσσεύω
rushing upon

ShortDef

rushing upon

Debugging

Headword:
προσσεύω
Headword (normalized):
προσσεύω
Headword (normalized/stripped):
προσσευω
IDX:
76185
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76186
Key:

Data

{'content': 'rushing upon'}