Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσρητέος
προσρητός
προσριγόω
πρόσριζος
προσριζόφυλλος
προσριζόω
προσρίπτω
προσρυθμίζω
προσσαίνω
προσσαίρω
προσσέβω
προσσεύω
προσσημαίνω
προσσημειόω
προσσιελίζω
προσσιτέω
προσσκαλεύω
προσσκάπτω
προσσκέλλω
προσσκηνέω
προσσκοπέω
View word page
προσσέβω
to worship
ShortDef
to worship
Debugging
Headword:
προσσέβω
Headword (normalized):
προσσέβω
Headword (normalized/stripped):
προσσεβω
IDX:
76184
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76185
Key:
Data
{'content': 'to worship'}