Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόσρησις
προσρητέος
προσρητός
προσριγόω
πρόσριζος
προσριζόφυλλος
προσριζόω
προσρίπτω
προσρυθμίζω
προσσαίνω
προσσαίρω
προσσέβω
προσσεύω
προσσημαίνω
προσσημειόω
προσσιελίζω
προσσιτέω
προσσκαλεύω
προσσκάπτω
προσσκέλλω
προσσκηνέω
View word page
προσσαίρω
grin

ShortDef

grin

Debugging

Headword:
προσσαίρω
Headword (normalized):
προσσαίρω
Headword (normalized/stripped):
προσσαιρω
IDX:
76183
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76184
Key:

Data

{'content': 'grin'}