Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόσρηξις
πρόσρησις
προσρητέος
προσρητός
προσριγόω
πρόσριζος
προσριζόφυλλος
προσριζόω
προσρίπτω
προσρυθμίζω
προσσαίνω
προσσαίρω
προσσέβω
προσσεύω
προσσημαίνω
προσσημειόω
προσσιελίζω
προσσιτέω
προσσκαλεύω
προσσκάπτω
προσσκέλλω
View word page
προσσαίνω
to fawn upon

ShortDef

to fawn upon

Debugging

Headword:
προσσαίνω
Headword (normalized):
προσσαίνω
Headword (normalized/stripped):
προσσαινω
IDX:
76182
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76183
Key:

Data

{'content': 'to fawn upon'}