Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόσρημα
πρόσρηξις
πρόσρησις
προσρητέος
προσρητός
προσριγόω
πρόσριζος
προσριζόφυλλος
προσριζόω
προσρίπτω
προσρυθμίζω
προσσαίνω
προσσαίρω
προσσέβω
προσσεύω
προσσημαίνω
προσσημειόω
προσσιελίζω
προσσιτέω
προσσκαλεύω
προσσκάπτω
View word page
προσρυθμίζω
adapt, accommodate

ShortDef

adapt, accommodate

Debugging

Headword:
προσρυθμίζω
Headword (normalized):
προσρυθμίζω
Headword (normalized/stripped):
προσρυθμιζω
IDX:
76181
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76182
Key:

Data

{'content': 'adapt, accommodate'}