Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσρήγνυμι
πρόσρημα
πρόσρηξις
πρόσρησις
προσρητέος
προσρητός
προσριγόω
πρόσριζος
προσριζόφυλλος
προσριζόω
προσρίπτω
προσρυθμίζω
προσσαίνω
προσσαίρω
προσσέβω
προσσεύω
προσσημαίνω
προσσημειόω
προσσιελίζω
προσσιτέω
προσσκαλεύω
View word page
προσρίπτω
to throw to
ShortDef
to throw to
Debugging
Headword:
προσρίπτω
Headword (normalized):
προσρίπτω
Headword (normalized/stripped):
προσριπτω
IDX:
76180
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76181
Key:
Data
{'content': 'to throw to'}