Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσρέω
προσρήγνυμι
πρόσρημα
πρόσρηξις
πρόσρησις
προσρητέος
προσρητός
προσριγόω
πρόσριζος
προσριζόφυλλος
προσριζόω
προσρίπτω
προσρυθμίζω
προσσαίνω
προσσαίρω
προσσέβω
προσσεύω
προσσημαίνω
προσσημειόω
προσσιελίζω
προσσιτέω
View word page
προσριζόω
root, plant firmly

ShortDef

root, plant firmly

Debugging

Headword:
προσριζόω
Headword (normalized):
προσριζόω
Headword (normalized/stripped):
προσριζοω
IDX:
76179
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76180
Key:

Data

{'content': 'root, plant firmly'}