Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνθοβολέω
ἀνθοβόλησις
ἀνθόβολος
ἀνθοβοσκός
ἀνθογραφέω
ἀνθοδίαιτος
ἀνθοδόκος
ἀνθοκάρηνος
ἀνθοκομέω
ἀνθοκόμος
ἀνθοκρατέω
ἀνθόκροκος
ἀνθολκή
ἀνθολογέω
ἀνθολογία
ἀνθολογικά
ἀνθολόγιον
ἀνθολόγος
ἀνθομιλέω
ἀνθόμοιος
ἀνθομοιόω
View word page
ἀνθοκρατέω
to govern flowers

ShortDef

to govern flowers

Debugging

Headword:
ἀνθοκρατέω
Headword (normalized):
ἀνθοκρατέω
Headword (normalized/stripped):
ανθοκρατεω
IDX:
7617
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7618
Key:

Data

{'content': 'to govern flowers'}