Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσρέπω
προσρέω
προσρήγνυμι
πρόσρημα
πρόσρηξις
πρόσρησις
προσρητέος
προσρητός
προσριγόω
πρόσριζος
προσριζόφυλλος
προσριζόω
προσρίπτω
προσρυθμίζω
προσσαίνω
προσσαίρω
προσσέβω
προσσεύω
προσσημαίνω
προσσημειόω
προσσιελίζω
View word page
προσριζόφυλλος
with sessile leaves

ShortDef

with sessile leaves

Debugging

Headword:
προσριζόφυλλος
Headword (normalized):
προσριζόφυλλος
Headword (normalized/stripped):
προσριζοφυλλος
IDX:
76178
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76179
Key:

Data

{'content': 'with sessile leaves'}