Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσραπτέος
προσράπτω
προσράσσω
προσρέπω
προσρέω
προσρήγνυμι
πρόσρημα
πρόσρηξις
πρόσρησις
προσρητέος
προσρητός
προσριγόω
πρόσριζος
προσριζόφυλλος
προσριζόω
προσρίπτω
προσρυθμίζω
προσσαίνω
προσσαίρω
προσσέβω
προσσεύω
View word page
προσρητός
accosted, belonging to salutations
ShortDef
accosted, belonging to salutations
Debugging
Headword:
προσρητός
Headword (normalized):
προσρητός
Headword (normalized/stripped):
προσρητος
IDX:
76175
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76176
Key:
Data
{'content': 'accosted, belonging to salutations'}