Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσπωλέω
προσραίνω
πρόσραμμα
προσραντέον
πρόσραξις
προσραπτέον
προσραπτέος
προσράπτω
προσράσσω
προσρέπω
προσρέω
προσρήγνυμι
πρόσρημα
πρόσρηξις
πρόσρησις
προσρητέος
προσρητός
προσριγόω
πρόσριζος
προσριζόφυλλος
προσριζόω
View word page
προσρέω
to flow towards a point, to stream in, assemble
ShortDef
to flow towards a point, to stream in, assemble
Debugging
Headword:
προσρέω
Headword (normalized):
προσρέω
Headword (normalized/stripped):
προσρεω
IDX:
76169
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76170
Key:
Data
{'content': 'to flow towards a point, to stream in, assemble'}