Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνθοβάφος
ἀνθοβολέω
ἀνθοβόλησις
ἀνθόβολος
ἀνθοβοσκός
ἀνθογραφέω
ἀνθοδίαιτος
ἀνθοδόκος
ἀνθοκάρηνος
ἀνθοκομέω
ἀνθοκόμος
ἀνθοκρατέω
ἀνθόκροκος
ἀνθολκή
ἀνθολογέω
ἀνθολογία
ἀνθολογικά
ἀνθολόγιον
ἀνθολόγος
ἀνθομιλέω
ἀνθόμοιος
View word page
ἀνθοκόμος
decked with flowers, flowery
ShortDef
decked with flowers, flowery
Debugging
Headword:
ἀνθοκόμος
Headword (normalized):
ἀνθοκόμος
Headword (normalized/stripped):
ανθοκομος
IDX:
7616
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7617
Key:
Data
{'content': 'decked with flowers, flowery'}