Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσπυνθάνομαι
προσπυριάω
προσπυρόω
προσπωλέω
προσραίνω
πρόσραμμα
προσραντέον
πρόσραξις
προσραπτέον
προσραπτέος
προσράπτω
προσράσσω
προσρέπω
προσρέω
προσρήγνυμι
πρόσρημα
πρόσρηξις
πρόσρησις
προσρητέος
προσρητός
προσριγόω
View word page
προσράπτω
to stitch on
ShortDef
to stitch on
Debugging
Headword:
προσράπτω
Headword (normalized):
προσράπτω
Headword (normalized/stripped):
προσραπτω
IDX:
76166
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76167
Key:
Data
{'content': 'to stitch on'}