Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσπτύσσομαι
προσπτύσσω
πρόσπτυστος
προσπτύω
πρόσπτωσις
προσπυνθάνομαι
προσπυριάω
προσπυρόω
προσπωλέω
προσραίνω
πρόσραμμα
προσραντέον
πρόσραξις
προσραπτέον
προσραπτέος
προσράπτω
προσράσσω
προσρέπω
προσρέω
προσρήγνυμι
πρόσρημα
View word page
πρόσραμμα
patch
ShortDef
patch
Debugging
Headword:
πρόσραμμα
Headword (normalized):
πρόσραμμα
Headword (normalized/stripped):
προσραμμα
IDX:
76161
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76162
Key:
Data
{'content': 'patch'}