Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνθοβαφία
ἀνθοβάφος
ἀνθοβολέω
ἀνθοβόλησις
ἀνθόβολος
ἀνθοβοσκός
ἀνθογραφέω
ἀνθοδίαιτος
ἀνθοδόκος
ἀνθοκάρηνος
ἀνθοκομέω
ἀνθοκόμος
ἀνθοκρατέω
ἀνθόκροκος
ἀνθολκή
ἀνθολογέω
ἀνθολογία
ἀνθολογικά
ἀνθολόγιον
ἀνθολόγος
ἀνθομιλέω
View word page
ἀνθοκομέω
to produce flowers

ShortDef

to produce flowers

Debugging

Headword:
ἀνθοκομέω
Headword (normalized):
ἀνθοκομέω
Headword (normalized/stripped):
ανθοκομεω
IDX:
7615
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7616
Key:

Data

{'content': 'to produce flowers'}