Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσπρίασθαι
πρόσπταισις
πρόσπταισμα
προσπταίω
προσπτήσσω
πρόσπτυγμα
προσπτυγμάτιον
προσπτύσσομαι
προσπτύσσω
πρόσπτυστος
προσπτύω
πρόσπτωσις
προσπυνθάνομαι
προσπυριάω
προσπυρόω
προσπωλέω
προσραίνω
πρόσραμμα
προσραντέον
πρόσραξις
προσραπτέον
View word page
προσπτύω
to spit upon
ShortDef
to spit upon
Debugging
Headword:
προσπτύω
Headword (normalized):
προσπτύω
Headword (normalized/stripped):
προσπτυω
IDX:
76154
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76155
Key:
Data
{'content': 'to spit upon'}