Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσπόρισμα
προσπορπατός
πρόσπου
προσπράσσω
προσπρίασθαι
πρόσπταισις
πρόσπταισμα
προσπταίω
προσπτήσσω
πρόσπτυγμα
προσπτυγμάτιον
προσπτύσσομαι
προσπτύσσω
πρόσπτυστος
προσπτύω
πρόσπτωσις
προσπυνθάνομαι
προσπυριάω
προσπυρόω
προσπωλέω
προσραίνω
View word page
προσπτυγμάτιον
small compress

ShortDef

small compress

Debugging

Headword:
προσπτυγμάτιον
Headword (normalized):
προσπτυγμάτιον
Headword (normalized/stripped):
προσπτυγματιον
IDX:
76150
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76151
Key:

Data

{'content': 'small compress'}