Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσπορίζω
προσπόρισμα
προσπορπατός
πρόσπου
προσπράσσω
προσπρίασθαι
πρόσπταισις
πρόσπταισμα
προσπταίω
προσπτήσσω
πρόσπτυγμα
προσπτυγμάτιον
προσπτύσσομαι
προσπτύσσω
πρόσπτυστος
προσπτύω
πρόσπτωσις
προσπυνθάνομαι
προσπυριάω
προσπυρόω
προσπωλέω
View word page
πρόσπτυγμα
the object of embraces

ShortDef

the object of embraces

Debugging

Headword:
πρόσπτυγμα
Headword (normalized):
πρόσπτυγμα
Headword (normalized/stripped):
προσπτυγμα
IDX:
76149
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76150
Key:

Data

{'content': 'the object of embraces'}