Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσπορεύομαι
προσπορίζω
προσπόρισμα
προσπορπατός
πρόσπου
προσπράσσω
προσπρίασθαι
πρόσπταισις
πρόσπταισμα
προσπταίω
προσπτήσσω
πρόσπτυγμα
προσπτυγμάτιον
προσπτύσσομαι
προσπτύσσω
πρόσπτυστος
προσπτύω
πρόσπτωσις
προσπυνθάνομαι
προσπυριάω
προσπυρόω
View word page
προσπτήσσω
to crouch

ShortDef

to crouch

Debugging

Headword:
προσπτήσσω
Headword (normalized):
προσπτήσσω
Headword (normalized/stripped):
προσπτησσω
IDX:
76148
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76149
Key:

Data

{'content': 'to crouch'}