Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόσπολος
προσπονέομαι
προσπονέω
προσπορεύομαι
προσπορίζω
προσπόρισμα
προσπορπατός
πρόσπου
προσπράσσω
προσπρίασθαι
πρόσπταισις
πρόσπταισμα
προσπταίω
προσπτήσσω
πρόσπτυγμα
προσπτυγμάτιον
προσπτύσσομαι
προσπτύσσω
πρόσπτυστος
προσπτύω
πρόσπτωσις
View word page
πρόσπταισις
striking, stumbling against

ShortDef

striking, stumbling against

Debugging

Headword:
πρόσπταισις
Headword (normalized):
πρόσπταισις
Headword (normalized/stripped):
προσπταισις
IDX:
76145
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76146
Key:

Data

{'content': 'striking, stumbling against'}