Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσπολεμέω
προσπολεμόομαι
προσπολέω
προσπολιτεύομαι
πρόσπολος
προσπονέομαι
προσπονέω
προσπορεύομαι
προσπορίζω
προσπόρισμα
προσπορπατός
πρόσπου
προσπράσσω
προσπρίασθαι
πρόσπταισις
πρόσπταισμα
προσπταίω
προσπτήσσω
πρόσπτυγμα
προσπτυγμάτιον
προσπτύσσομαι
View word page
προσπορπατός
fastened on or to with a πόρπη
ShortDef
fastened on or to with a πόρπη
Debugging
Headword:
προσπορπατός
Headword (normalized):
προσπορπατός
Headword (normalized/stripped):
προσπορπατος
IDX:
76141
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76142
Key:
Data
{'content': 'fastened on or to with a πόρπη'}