Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσποιητικός
προσποιητός
προσπολεμέω
προσπολεμόομαι
προσπολέω
προσπολιτεύομαι
πρόσπολος
προσπονέομαι
προσπονέω
προσπορεύομαι
προσπορίζω
προσπόρισμα
προσπορπατός
πρόσπου
προσπράσσω
προσπρίασθαι
πρόσπταισις
πρόσπταισμα
προσπταίω
προσπτήσσω
πρόσπτυγμα
View word page
προσπορίζω
to procure

ShortDef

to procure

Debugging

Headword:
προσπορίζω
Headword (normalized):
προσπορίζω
Headword (normalized/stripped):
προσποριζω
IDX:
76139
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76140
Key:

Data

{'content': 'to procure'}