Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσποιητής
προσποιητικός
προσποιητός
προσπολεμέω
προσπολεμόομαι
προσπολέω
προσπολιτεύομαι
πρόσπολος
προσπονέομαι
προσπονέω
προσπορεύομαι
προσπορίζω
προσπόρισμα
προσπορπατός
πρόσπου
προσπράσσω
προσπρίασθαι
πρόσπταισις
πρόσπταισμα
προσπταίω
προσπτήσσω
View word page
προσπορεύομαι
go to, approach

ShortDef

go to, approach

Debugging

Headword:
προσπορεύομαι
Headword (normalized):
προσπορεύομαι
Headword (normalized/stripped):
προσπορευομαι
IDX:
76138
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76139
Key:

Data

{'content': 'go to, approach'}