Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσποίησις
προσποιησίσοφος
προσποιητής
προσποιητικός
προσποιητός
προσπολεμέω
προσπολεμόομαι
προσπολέω
προσπολιτεύομαι
πρόσπολος
προσπονέομαι
προσπονέω
προσπορεύομαι
προσπορίζω
προσπόρισμα
προσπορπατός
πρόσπου
προσπράσσω
προσπρίασθαι
πρόσπταισις
πρόσπταισμα
View word page
προσπονέομαι
labour, toil

ShortDef

labour, toil

Debugging

Headword:
προσπονέομαι
Headword (normalized):
προσπονέομαι
Headword (normalized/stripped):
προσπονεομαι
IDX:
76136
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76137
Key:

Data

{'content': 'labour, toil'}