Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσποίημα
προσποίησις
προσποιησίσοφος
προσποιητής
προσποιητικός
προσποιητός
προσπολεμέω
προσπολεμόομαι
προσπολέω
προσπολιτεύομαι
πρόσπολος
προσπονέομαι
προσπονέω
προσπορεύομαι
προσπορίζω
προσπόρισμα
προσπορπατός
πρόσπου
προσπράσσω
προσπρίασθαι
πρόσπταισις
View word page
πρόσπολος
a servant

ShortDef

a servant

Debugging

Headword:
πρόσπολος
Headword (normalized):
πρόσπολος
Headword (normalized/stripped):
προσπολος
IDX:
76135
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76136
Key:

Data

{'content': 'a servant'}