Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσποθέω
προσποιέω
προσποίημα
προσποίησις
προσποιησίσοφος
προσποιητής
προσποιητικός
προσποιητός
προσπολεμέω
προσπολεμόομαι
προσπολέω
προσπολιτεύομαι
πρόσπολος
προσπονέομαι
προσπονέω
προσπορεύομαι
προσπορίζω
προσπόρισμα
προσπορπατός
πρόσπου
προσπράσσω
View word page
προσπολέω
to attend, serve

ShortDef

to attend, serve

Debugging

Headword:
προσπολέω
Headword (normalized):
προσπολέω
Headword (normalized/stripped):
προσπολεω
IDX:
76133
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76134
Key:

Data

{'content': 'to attend, serve'}