Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσπογγίζω
προσποθέω
προσποιέω
προσποίημα
προσποίησις
προσποιησίσοφος
προσποιητής
προσποιητικός
προσποιητός
προσπολεμέω
προσπολεμόομαι
προσπολέω
προσπολιτεύομαι
πρόσπολος
προσπονέομαι
προσπονέω
προσπορεύομαι
προσπορίζω
προσπόρισμα
προσπορπατός
πρόσπου
View word page
προσπολεμόομαι
to make one's enemy

ShortDef

to make one's enemy

Debugging

Headword:
προσπολεμόομαι
Headword (normalized):
προσπολεμόομαι
Headword (normalized/stripped):
προσπολεμοομαι
IDX:
76132
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76133
Key:

Data

{'content': "to make one's enemy"}