Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσπνέω
προσπογγίζω
προσποθέω
προσποιέω
προσποίημα
προσποίησις
προσποιησίσοφος
προσποιητής
προσποιητικός
προσποιητός
προσπολεμέω
προσπολεμόομαι
προσπολέω
προσπολιτεύομαι
πρόσπολος
προσπονέομαι
προσπονέω
προσπορεύομαι
προσπορίζω
προσπόρισμα
προσπορπατός
View word page
προσπολεμέω
to carry on war against, be at war with another

ShortDef

to carry on war against, be at war with another

Debugging

Headword:
προσπολεμέω
Headword (normalized):
προσπολεμέω
Headword (normalized/stripped):
προσπολεμεω
IDX:
76131
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76132
Key:

Data

{'content': 'to carry on war against, be at war with another'}