Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόσπνευσις
προσπνέω
προσπογγίζω
προσποθέω
προσποιέω
προσποίημα
προσποίησις
προσποιησίσοφος
προσποιητής
προσποιητικός
προσποιητός
προσπολεμέω
προσπολεμόομαι
προσπολέω
προσπολιτεύομαι
πρόσπολος
προσπονέομαι
προσπονέω
προσπορεύομαι
προσπορίζω
προσπόρισμα
View word page
προσποιητός
taken to oneself, assumed, affected, pretended

ShortDef

taken to oneself, assumed, affected, pretended

Debugging

Headword:
προσποιητός
Headword (normalized):
προσποιητός
Headword (normalized/stripped):
προσποιητος
IDX:
76130
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76131
Key:

Data

{'content': 'taken to oneself, assumed, affected, pretended'}