Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόσπνευμα
πρόσπνευσις
προσπνέω
προσπογγίζω
προσποθέω
προσποιέω
προσποίημα
προσποίησις
προσποιησίσοφος
προσποιητής
προσποιητικός
προσποιητός
προσπολεμέω
προσπολεμόομαι
προσπολέω
προσπολιτεύομαι
πρόσπολος
προσπονέομαι
προσπονέω
προσπορεύομαι
προσπορίζω
View word page
προσποιητικός
making pretence to

ShortDef

making pretence to

Debugging

Headword:
προσποιητικός
Headword (normalized):
προσποιητικός
Headword (normalized/stripped):
προσποιητικος
IDX:
76129
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76130
Key:

Data

{'content': 'making pretence to'}