Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόσπλους
προσπλωτός
πρόσπνευμα
πρόσπνευσις
προσπνέω
προσπογγίζω
προσποθέω
προσποιέω
προσποίημα
προσποίησις
προσποιησίσοφος
προσποιητής
προσποιητικός
προσποιητός
προσπολεμέω
προσπολεμόομαι
προσπολέω
προσπολιτεύομαι
πρόσπολος
προσπονέομαι
προσπονέω
View word page
προσποιησίσοφος
making a pretence of wisdom

ShortDef

making a pretence of wisdom

Debugging

Headword:
προσποιησίσοφος
Headword (normalized):
προσποιησίσοφος
Headword (normalized/stripped):
προσποιησισοφος
IDX:
76127
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76128
Key:

Data

{'content': 'making a pretence of wisdom'}